- πτερνίσαντες
- πτερνίζωstrike with the heelaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερνίζω — ΝΜΑ [πτέρνη / πτέρνα] χτυπώ με τη φτέρνα, λακτίζω, κλοτσώ νεοελλ. 1. χτυπώ άλογο με τον πτερνιστήρα, σπιρουνίζω 2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω κάποιον μσν. αρχ. μτφ. παλεύω και, τελικά, κατανικώ την κακία, τα πάθη και γενικά τον Σατανά… … Dictionary of Greek